- κεραμήϊος
- κερᾰμ-ήϊος, η, ον, [dialect] Ep. forA
κεράμειος, τεῦχος Nic.Th.80
, cf.κεραμεῖον 11
:—fem. [suff] κερᾰμ-ηΐς, Marc.Sid.60.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεράμειος, τεῦχος Nic.Th.80
, cf.κεραμεῖον 11
:—fem. [suff] κερᾰμ-ηΐς, Marc.Sid.60.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεραμήιος — κεραμήϊος, ίη, ον, θηλ. και κεραμηΐς (Α) βλ. κεράμειος … Dictionary of Greek
κεραμήιον — κεραμήϊον , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc sg κεραμήιος masc acc sg κεραμήιος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεράμειος — α, ο (Α κεράμειος, ον και ιων. τ. κεραμήϊος, ίη, ιον) [κέραμος] κατασκευασμένος από πηλό, πήλινος («μηδὲν ἀργυροῡν, ἀλλὰ κεράμεια πάντα προσφέρειν καὶ παρατιθέναι τοὺς ὑπηρέτας», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
κεραμήια — κεραμήϊα , κεραμεῖον potter s workshop neut nom/voc/acc pl κεραμήιος neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)